περινέου

περινέου
περίνεος
space between the anus and scrotum
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • ισχιοσηραγγώδης — ες φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» μικρός μυς τού περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση τού στυτικού ιστού τού πέους και τής κλειτορίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ ώδης (< σήραγξ + καταλ. ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κολποπερινεοπλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνδυάζει οπίσθια κολπορραφία και αποκατάσταση λειτουργικά ισχυρού περινέου σε περιπτώσεις ρήξης του ή πρόπτωση τής μήτρας, αλλ. κολποπερινεορραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpoperineoplastie <… …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροστομία — η ιατρ. αναστόμωση τής ουρήθρας στο δέρμα τού περινέου για, προσωρινή συνήθως, παροχέτευση τών ούρων σε περιπτώσεις ανωμαλιών ή κακώσεων τής ουρήθρας …   Dictionary of Greek

  • περινεαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού περινέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεο + αλγία (< αλγής < άλγος)] …   Dictionary of Greek

  • περινεορραφή — και περινεορραφία, η, Ν χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην προσέγγιση και ραφή στη μέση γραμμή τών στοιχείων τού περινέου που έχουν υποστεί κάκωση, συνήθως ύστερα από δύσκολο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perineorrhaphy (<… …   Dictionary of Greek

  • περινεοτομή — και περινεοτομία, η, Ν διατομή τού περινέου σε ορισμένες περιπτώσεις τοκετού, η οποία αρχίζει από τον κόλπο και αποβλέπει σε αύξηση τών διαστάσεων τού στομίου του …   Dictionary of Greek

  • σαββάτωσις — ώσεως, και σαββώ, οῡς, ἡ, Α (στην Αίγυπτο) ονομασία νόσου με έδρα την περιοχή τού περινέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατον + κατάλ. ωσις μέσω ενός ρ. *σαββατῶ, όω. Ο τ. σαββώ αποτελεί λ. τού καθημερινού λεξιλογίου με κατάλ. ώ] …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • υποσπαδίας — (Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”